-
1 κρατύνω
A strengthen,κ. τὰς Συρηκούσας Hdt.7.156
;τὴν πόλιν Th.1.69
;τείχη Id.3.18
;κ. τινὰ δορυφόροισι Hdt.1.98
; κ. ἑωυτὸν τῇ τυραννίδι ib. 100:—also in [voice] Med. (so only in Hom.), ἐκαρτύναντο φάλαγγας they strengthened their ranks, Il.11.215, 12.415; κρατυνάμενοι [τὴν Ἄντανδρον] Th.4.52, cf. 114;τὴν προβολήν Plu.Aem.20
; πίστεις κ. confirm their pledges, Th.3.82;σπείραισιν ἐκαρτύναντο βοείαις χεῖρας Theoc.22.80
;ἐκαρτ. μέλαθρον A.R.2.1087
;οἵ μιν.. ἐκαρτ. κεραυνῷ Id.1.510
; καρτ. τὴν αἰσυμνητείην Thrasyb. ap. D.L.1.100:—[voice] Pass., wax strong,ἔσχε τὴν βασιληΐην καὶ ἐκρατύνθη Hdt.1.13
;τείχεσιν ἐκεκράτυντο D.C.40.36
, cf. D.H.3.72;ἐν χρόνῳ κρατυνθὲν ἔθος LXX Wi.14.16
.2 harden, opp.ἁπαλύνω, τοὺς πόδας ἀνυποδησίᾳ X.Lac.2.3
, cf. Gal.4.748 ([voice] Pass.):—[voice] Pass., ὀστέα κρατύνεται consolidate, Hp.Fract.7.II rule, govern, c.gen., S.OT14, E.Ba. 660: c.acc.,ἄκρα κρατύνων Emp. 100.19
, cf. 73.2, A.Pers. 900 codd. (lyr.); (lyr.): c. acc. cogn.,κράτος κ. Id.Ag. 1471
(lyr.): abs., Id.Pr. 150 (lyr.), 404 (lyr.);τὰ πρῶτα μὲν δόρει κρατύνων, πρῶτα δ' οἰωνῶν ὁδοῖς S. OC 1314
.2 c. gen., become master, get possession of, , cf. 1059, 1161 (lyr.): c. acc., possess,λέκτρα Corinn. Supp.2.55
; βασιληΐδα τιμὰν κ. hold, exercise, E.Hipp. 1281 (lyr.), cf. A.Supp. 372 (lyr.);τὴν πολιτικὴν ἀρετήν Him.Or.14.28
.III καρτύνειν βέλεα ply, throw them stoutly, Pi.O.13.95;κ. ἐνὶ χερσὶν ἐρετμά A.R.2.332
.IV c. acc. et inf., insist that.., D.L.7.83, cf. Procl.Hyp.3.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρατύνω
-
2 κρατύνω
κρατύνω, ep. καρτύνω, s. oben, – 1) stärken, kräftigen, befestigen; τὰς Συρακούσας Her. 7, 156; κρατύνειν αὐτὸν δορυφόροισι 1, 98; ἐκράτυνε ἑωυτὸν τῇ τυραννίδι 100; pass., ἔσχε τὴν βασιληΐην καὶ ἐκρατύνϑη 1, 13; πόλιν, durch Mauern befestigen, Thuc. 1, 69; τὰ τείχη 3, 18; med., für sich befestigen, τὰς οἰκίας 4, 114; Sp., τὰς μὲν πόλεις ἐκρατύνετο φρουραῖς Plut. Demetr. 33; τὴν ἀρχήν Dion 3; so gew. bei den Späteren κρατύνεσϑαι ἐπί τινι, worauf fußen. – 2) wie κρατέω, Gewalt haben, herrschen; Ζεὺς δ' ἰδίοις νόμοις κρατύνων, Aesch. Prom. 402, öfter; ὦ κρατύνων, Zeus, Soph. O. R. 903; c. acc., beherrschen, κρατύνεις βωμὸν ἑστίαν χϑονός Aesch. Suppl. 372; τὸ δήμιον, τὸ πτόλιν κρατύνει 699; Ζεύς, ὃς ἐφορᾷ πάντα καὶ κρατύνει Soph. El. 170; – c. gen., ὦ κρατύνων Οἰδίπους χώρας ἐμῆς O. R. 14, vgl. Phil. 366, wie Eur. Bacch. 659.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий